αφέντρα
Смотреть что такое "αφέντρα" в других словарях:
Περγκoλέζι Τζοβάννι Μπατίστα — (Pergolesi, Ιέζι Ανκόνα 1710 – Ποτσουόλι, Νεάπολη 1736). Ιταλός συνθέτης. Το πρόωρο ταλέντο του παρακίνησε τους παιδαγωγούς του να τον στείλουν να σπουδάσει βιολί και σύνθεση στο ωδείο της Νεάπολης. Οι βασικές γραμμές της κλίσης του, δηλαδή η… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο θηλ. αφέντισσα και αφέντρα πληθ. αφέντες και αφεντάδες 1. άρχοντας, κύριος: Ήταν αφέντης δυνατός, πλούσιος και μεγάλος (Ερωτόκριτος). 2. ο ιδιοκτήτης: Ποιος είναι ο αφέντης αυτού του περιβολιού; 3. ο σύζυγος ή ο πατέρας: Ο αφέντης δεν είναι στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ετόσα — (Μ ἐτόσα) επίρρ. μσν. και νεοελλ. διαλεκτ. τ. τού επιρρ. τόσο («μια αφέντρα και κερά ετόσα μπιστεμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ε ερμηνεύεται αναλογικά προς το ε τού ε τούτος*] … Dictionary of Greek
κυρά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * και κερά, η (Μ κυρά και κερά) 1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της») 2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου») 3. γιαγιά, μάμμη 4.… … Dictionary of Greek
μελλοκυρία — και μελλοκυρά, ἡ (Μ) μελλοντική αφέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κυρία] … Dictionary of Greek
Παϊζιέλο, Τζιοβάνι — (Paisiello, Tάρας 1740 – Nάπολη 1816). Ιταλός συνθέτης. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο ωδείο του Αγίου Ονουφρίου της Νάπολης, εγκατέλειψε τη θρησκευτική μουσική χάρη της κωμικής όπερας, δρέποντας επιτυχίες (1764 66), στην Μπολόνια, στην Πάρμα … Dictionary of Greek